- ἀκανθοβόλον
- ἀκανθοβόλοςpricklymasc/fem acc sgἀκανθοβόλοςpricklyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακανθοβόλος — ον (Α ἀκανθοβόλος) αυτός που βγάζει, που πετάει αγκάθια «ἀκανθοβόλον ῥόδον» (Νίκανδρος απ. 74, 9). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek